- υπερσιτισμός
- ο, Ν [υπερσιτίζω]1. ιατρ. συνεχής λήψη ποσότητας τροφής πέρα από τις ανάγκες τού ατόμου οι οποίες καθορίζονται από την ηλικία, το φύλο, την εργασία και την κατάσταση τής υγείας του2. (ζωοτεχν.) παροχή σε ένα ζώο περισσότερης τροφής από όσην απαιτούν οι κανόνες τής δίαιτάς του για την κάλυψη τών αναγκών του, παροχή που, ιδίως σχετικά με κατοικίδια ζώα, αποσκοπεί είτε στην αποκατάσταση ή στην αύξηση τού αποθέματος λίπους στο ζώο είτε στην υποκίνηση ορισμένων λειτουργιών.
Dictionary of Greek. 2013.